- επιβλάπτω
- ἐπιβλάπτω (Α)προκαλώ πρόσθετη βλάβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
προσεπιβλάπτω — Μ βλάπτω ακόμη ή βλάπτω περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιβλάπτω «προκαλώ πρόσθετη βλάβη»] … Dictionary of Greek
συνεπιβλάπτομαι — A βλάπτομαι μαζί με κάποιον («ὥστε καὶ ταύτῃ συνεπιβλάπτεσθαι τὴν πολιτείαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιβλάπτω «προκαλώ πρόσθετη βλάβη»] … Dictionary of Greek